ημιπόδιον

ημιπόδιον
ἡμιπόδιον, τὸ (Α)
(ως μέτρο) μισό πόδι, ημίπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + πόδιον (< πους, ποδός), πρβλ. ακρο-πόδιον, υπο-πόδιον].
————————
ἡμιπόδιον, τὸ (Α)
το μισό πόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + πόδιον (< πους, ποδός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἡμιπόδιον — half foot neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιποδίων — ἡμιπόδιον half foot neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιποδίῳ — ἡμιπόδιον half foot neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιπόδια — ἡμιπόδιον half foot neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Unidades de medida de la antigua Grecia — Este artículo o sección necesita ser wikificado con un formato acorde a las convenciones de estilo. Por favor, edítalo para que las cumpla. Mientras tanto, no elimines este aviso puesto el 22 de septiembre de 2011. También puedes ayudar… …   Wikipedia Español

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

  • ημιπόδιος — ο (Α ἡμιπόδιος) νεοελλ. ζωολ. πτηνό τής τάξης των γερανόμορφων αρχ. το ημιπόδιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ. σημ. < ημι * + πόδιον (< πους, ποδός), ενώ η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemipode < νεολατιν.… …   Dictionary of Greek

  • πενθημιπόδιος — ία, ον, Α (για το βάθος ορύγματος) αυτός που αποτελείται από πέντε ημιπόδια, δηλ. από δυόμισυ πόδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + ἡμιπόδιον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”